- Οὔλυμπόνδε
- Ὄλυμπόνδε, Οὔλυμπόνδε1 to Olympos
Οὔλυμπόνδ' ἰὼν O. 3.36
υἱὸς Ἀλκμήνας· ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Οὔλυμπόνδ' ἰὼν O. 3.36
υἱὸς Ἀλκμήνας· ὃς Οὔλυμπόνδ' ἔβα I. 4.55
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ουλυμπόνδε — οὐλυμπόνδε (Α) επίρρ. βλ. ὀλυμπόνδε … Dictionary of Greek
Οὔλυμπονδε — Οὔλυμπόνδε , Ὄλυμπόνδε epic ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Οὔλυμπονδ' — Οὔλυμπόνδε , Ὄλυμπόνδε epic ionic (indeclform adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ολυμπόνδε — και ιων. τ. Οὐλυμπόνδε (Α) στον Όλυμπο, προς τον Όλυμπο («ἡ δ Οὐλυμπόνδε βεβήκει δώματ ἐς αἰγιόχοιο Διὸς μετὰ δαίμονας ἄλλους», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὄλυμπος + επιρρμ. κατάλ. δε (Ι)*, πρβλ. Φαληρόν δε] … Dictionary of Greek